ἐνατενίζω

ἐνατενίζω
ἐν-ἀτενίζω
look intently
pres subj act 1st sg
ἐν-ἀτενίζω
look intently
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενατενίζω — (AM ενατενίζω) προσηλώνω έντονα τα μάτια μου, παρατηρώ («ὥσπερ ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῑς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῡ κάλλους», Συνέσ.) αρχ. μσν. (απολ.) ρίχνω το βλέμμα μου, παρατηρώ αρχ. (για τα αισθητήρια) εντείνω …   Dictionary of Greek

  • ενατενίζω — ενατένισα, ενατενισμένος, προσηλώνω το βλέμμα κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατενίζω — (AM ἀτενίζω) 1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου 2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι αρχ. 1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος 2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής …   Dictionary of Greek

  • προενατενίζω — Α [ἐνατενίζω] 1. κοιτάζω εκ τών προτέρων με προσοχή 2. προσβλέπω νοερά στο μέλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”